σκέλι

σκέλι
το см. σκέλος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σκέλι" в других словарях:

  • σκέλι — το, Ν 1. σκέλος 2. στον πληθ. τα σκέλια α) τα κάτω άκρα τού ανθρώπου, σκέλη β) τα πόδια τών τετράποδων ζώων και, ιδίως, τών οπίσθιων 3. φρ. «έβαλε την ουρά στα σκέλια» μτφ. υποχώρησε, υπέκυψε ντροπιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκέλι έχει σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

  • σκέλι — το σκέλος: Έβγαλε ένα σπυρί ανάμεσα στα σκέλια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»